Η τεχνολογία και οι βασικές επιστήμες έχουν κατ’ αρχήν διαφορετικούς στόχους. Στόχος της πρώτης είναι να παράγει υλικά τεχνουργήματα (αντικείμενα, μηχανές, διεργασίες, κ.λπ.) που ικανοποιούν, κατά το βέλτιστο δυνατό τρόπο και με αποδεκτό κόστος (οικονομικό, περιβαλλοντικό, αισθητικό, κ.λπ.), συγκεκριμένες ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες ή επιθυμίες. Από την άλλη, στόχος μιας βασικής επιστήμης είναι να περιγράψει, εξηγήσει και, ενδεχομένως, να προβλέψει επιμέρους γεγονότα και κανονικότητες του κόσμου. Και για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας οι στόχοι αυτοί εξυπηρετούνταν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο: γέφυρες κατασκευάζονταν χωρίς γνώση αρχών στατικής ή αντοχής υλικών, παραγόταν κρασί χωρίς γνώση των διεργασιών της ζύμωσης, κ.ο.κ.
Ωστόσο, τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα, η τεχνολογία και οι βασικές επιστήμες άρχισαν να αναπτύσσονται σε ολοένα και στενότερη διασύνδεση. Και η διασύνδεση αυτή δεν ήταν και δεν είναι μονόδρομη: δεν περιοριζόταν και δεν περιορίζεται στην εφαρμογή πορισμάτων των βασικών επιστημών στους τεχνολογικούς κλάδους. Η τεχνολογία πολλές φορές τροφοδότησε τις βασικές επιστήμες με χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα, την ανάδυση της θερμοδυναμικής στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα: η θερμοδυναμική «γεννήθηκε» στη σκέψη του Sadi Carnot που πραγματεύθηκε προβλήματα βελτιστοποίησης των θερμικών μηχανών (ατμομηχανών), αλλά με το «πνεύμα» της αφαίρεσης και ιδανίκευσης που ήταν διαδεδομένο στις βασικές επιστήμες και καλλιεργούσε στους σπουδαστές της η École Polytechnique στη Γαλλία. Σύμπτωμα αυτής της ολοένα και γονιμότερης αλληλεπίδρασης τεχνολογίας και βασικών επιστημών ήταν η εμφάνιση των μηχανοτεχνικών κλάδων (engineering disciplines), των σημερινών ειδικοτήτων μηχανικών («πολιτικός μηχανικός», «χημικός μηχανικός», κ.λπ.). Καθένας από αυτούς τους κλάδους συγκροτείται από ένα εσωτερικώς διασυνδεδεμένο μόρφωμα επιστημών, θεωριών και τεχνικών, προσανατολισμένο στην επίλυση μιας οικογένειας τεχνολογικών προβλημάτων, με τη δική του εσωτερική δυναμική και σχετική αυτονομία ως προς τους υπόλοιπους αλλά και ως προς τις βασικές επιστήμες.
Αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής εξέλιξης ήταν η όλο και μεγαλύτερη συνεργία μεταξύ μαθηματικών, φυσικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών από τη μια μεριά και μηχανοτεχνικών και τεχνολογικών κλάδων από την άλλη – σε βαθμό που οι διακρίσεις μεταξύ «βασικής έρευνας», «εφαρμοσμένης έρευνας» και «τεχνολογικής ανάπτυξης» έχουν πλέον καταστεί γόνιμα ασαφείς: το τεχνολογικό πρόβλημα, π.χ., της αυτόματης ρύθμισης διεργασιών σε ένα συγκεκριμένο χημικό εργοστάσιο μπορεί να μετασχηματιστεί σε ένα αφηρημένο πρόβλημα στη μηχανοτεχνική θεωρία του αυτομάτου ελέγχου και τελικώς σε ένα μαθηματικό πρόβλημα στη θεωρία των χώρων Banach!
Με την ίδρυση της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών (ΣΕΜΦΕ) στο εσωτερικό του το 1999-2000, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) αναγνώρισε ακριβώς αυτή την ολοένα και στενότερη γόνιμη αλληλεπίδραση μεταξύ τεχνολογίας, μηχανοτεχνίας και επιστημών. Ως προς αυτό το σημείο, το ΕΜΠ ακολούθησε τη μακρά παράδοση μεγάλων ευρωπαϊκών πολυτεχνείων, όπως η École Polytechnique, αλλά και τη σύγχρονη πρακτική διάσημων τεχνολογικών ιδρυμάτων, όπως το California Institute of Technology (Caltech) ή το Massachusetts Institute of Technology (MIT) στις ΗΠΑ. Σε αυτά τα ιδρύματα το ενδιαφέρον του επιστήμονα για περιγραφή και κατανόηση του κόσμου καλλιεργείται παράλληλα με το ενδιαφέρον του μηχανικού για έλεγχο και τροποποίηση του κόσμου στην κατεύθυνση της βέλτιστης πραγμάτωσης ανθρώπινων επιθυμιών. Ο συνδυασμός επιβάλλεται από τη φύση των προβλημάτων στη σύγχρονη έρευνα: πρόοδος στη μαθηματική θεωρία των λύσεων των εξισώσεων Navier-Stokes αναμένεται να συμβάλει στην κατανόηση της ροής ρευστών από μηχανικούς, η μελλοντική ανάπτυξη ταχύτερων υπολογιστών εξαρτάται από τη μαθηματική έρευνα στη θεωρία αλγορίθμων και τη λογική αλλά και από τη φυσική και φιλοσοφική έρευνα στα θεμέλια της κβαντικής μηχανικής, η βελτίωση των σύγχρονων μεθόδων απεικόνισης του εγκεφάλου στην ιατρική απαιτούν τη συνδρομή μαθηματικών και φυσικών, η μαθηματική σπουδή των πρώτων αριθμών ενδέχεται να έχει συνέπειες για την κρυπτογραφία και τις εφαρμογές της σε τραπεζικές συναλλαγές, στο διαδίκτυο, κ.λπ.
Αυτή η φυσιογνωμία της ΣΕΜΦΕ καλλιεργείται τόσο από το προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών της όσο και από τα μεταπτυχιακά προγράμματα, τα οποία συντονίζει ή στα οποία συμμετέχει, και τις ερευνητικές δραστηριότητες των μελών της. Και όλα αυτά συνδιαμορφώνουν το επιστημονικό προφίλ των αποφοίτων της και συνακόλουθα τις δυνατότητες ακαδημαϊκής και επαγγελματικής μετεξέλιξής τους.
Όσον αφορά τις προπτυχιακές σπουδές, η ΣΕΜΦΕ παρέχει σε όλο το ΕΜΠ τη διδασκαλία μαθημάτων μαθηματικών, φυσικής, μηχανικής, οικονομικών επιστημών και ανθρωπιστικών σπουδών (φιλοσοφία, ιστορία επιστημών και τεχνολογίας, κοινωνιολογία, δίκαιο και τεχνική νομοθεσία, κ.ά.). Από την άλλη, οι φοιτητές της ίδιας της ΣΕΜΦΕ εκτίθενται, όχι μόνο σε μαθήματα βασικών επιστημών (μαθηματικά, φυσική), αλλά και σε μαθήματα μηχανοτεχνικών κλάδων με τεχνολογικές εφαρμογές (στατική, αντοχή υλικών, ρευστομηχανική, βελτιστοποίηση, σχεδίαση και ανάλυση συστημάτων ελέγχου, κ.ά.), καθώς και σε μαθήματα κοινωνικών επιστημών (οικονομική ανάλυση, δίκαιο, κοινωνιολογία, περιβάλλον και ανάπτυξη, κ.ά.) και ανθρωπιστικών σπουδών (φιλοσοφία, φιλοσοφία των μαθηματικών, φιλοσοφία της φυσικής, ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας, κ.ά.). Και αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το εάν ένας φοιτητής, μετά το δεύτερο έτος σπουδών, επιλέξει την κατεύθυνση του μαθηματικού εφαρμογών (με έμφαση στην ανάλυση, στη στατιστική, στην πληροφορική ή στην εφαρμοσμένη μηχανική και την υπολογιστική προσομοίωση) ή εκείνη του φυσικού εφαρμογών (με έμφαση στην υπολογιστική και θεωρητική φυσική, στην πυρηνική φυσική και τα στοιχειώδη σωματίδια, στην οπτοηλεκτρονική και τα laser, στα προηγμένα τεχνολογικά υλικά ή στη μηχανική των υλικών). Έτσι αποκαθίσταται, ήδη από το επίπεδο των προπτυχιακών σπουδών, μια στενή επικοινωνία μεταξύ επιστημονικών, μηχανοτεχνικών και τεχνολογικών κλάδων. Επιπλέον, η έκθεση σε μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας συντελεί στη διασάφηση των εννοιολογικών θεμελίων των επιστημών, στην κατανόηση της διαδρομής που οδήγησε στις αποδεκτές επιστημονικές θεωρίες και τεχνολογικές πρακτικές, καθώς και στην ένταξη των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων σε ευρύτερες κοινωνικές δομές με σκοπό τη διερεύνηση των γνωσιακών, αξιακών και, γενικότερα, πολιτισμικών συνιστωσών και συνεπειών τους.
Η στενή διασύνδεση βασικών επιστημών και τεχνολογικών εφαρμογών υπηρετείται και στα μεταπτυχιακά προγράμματα στα οποία συμμετέχει η ΣΕΜΦΕ και συχνά απεικονίζεται στους ίδιους τους τίτλους αυτών των προγραμμάτων: «Μικροσυστήματα και Νανοδιατάξεις», «Μαθηματική Προτυποποίηση σε Σύγχρονες Τεχνολογίες και την Οικονομία», «Φυσική και Τεχνολογικές Εφαρμογές», «Εφαρμοσμένες Μαθηματικές Επιστήμες», «Εφαρμοσμένη Μηχανική», «Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας», κ.ά. Και, όπως είναι αναμενόμενο από όλα τα παραπάνω, πολλά από τα μέλη της ΣΕΜΦΕ εργάζονται σε ερευνητικά πεδία που αξιοποιούν γνώσεις βασικών επιστημών για επίλυση προβλημάτων που θέτει η εφαρμοσμένη έρευνα και η τεχνολογική ανάπτυξη (αλγόριθμοι και πολυπλοκότητα, δυναμικά συστήματα, οικονομικά μαθηματικά, εμβιομηχανική, εδαφομηχανική, ιατρική απεικόνιση, εφαρμογές ακτινοβολιών στη βιολογία και την ιατρική, φυσική του περιβάλλοντος, κ.ά.).
Έτσι η ΣΕΜΦΕ δημιουργήθηκε και παραμένει οργανικό μέρος του ΕΜΠ. Υποστηρίζει την αναγκαία εκπαίδευση όλων των μηχανικών στις μαθηματικές, φυσικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Εκπαιδεύει το ανθρώπινο δυναμικό που θα έχει τις δυνατότητες, όχι μόνο να συμβάλλει στην ανάπτυξη των ίδιων των μαθηματικών και φυσικών επιστημών, αλλά και να πραγματευθεί και να επιλύσει εκείνα τα προβλήματα εφαρμογών που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις στις εν λόγω επιστήμες. Τέλος, καλλιεργεί συνεργίες σε ερευνητικό επίπεδο ανάμεσα στις Σχολές του ΕΜΠ. Εξάλλου, κάθε επικοινωνία απαιτεί τη δόκιμη χρήση μιας κοινής γλώσσας. Και η κοινή «γλώσσα» για πολλούς επιστημονικούς, μηχανοτεχνικούς και τεχνολογικούς κλάδους είναι πλέον η «γλώσσα» των μαθηματικών και της φυσικής.